τροπη

τροπη
    τροπή
    дор. τροπά (ᾱ) ἥ тж. pl.
    1) поворот
    

τροπαὴ ἠελίοιο Hom. — поворотный пункт солнца, т.е. крайний запад;

    τροπαὴ ἡλίου αἱ ἐκ θέρους εἰς χειμῶνα Plat. — поворот солнца от лета к зиме;
    τροπαὴ ἡλίου θεριναί (χειμεριναί) Polyb. — летний (зимний) солнцеворот;
    περὴ (ἡλίου) τροπάς Thuc., Arst. — приблизительно во время солнцестояния;
    τῶν ἄστρων τροπαί Plat. — обороты звезд;
    ἐν μάχης τροπῇ Aesch. — в поворотный момент битвы, т.е. когда враг дрогнет

    2) перен. поворот, перемена
    

περὴ τὸν ἀέρα τ. Plut. — перемена погоды;

    πνεῦμα τροπὰς λαμβάνει Plut. — ветер меняет направление;
    τ. γνώμης Plut. — перемена мнения (намерения);
    τροπαὴ (ἀπὸ) τῆς τύχης Plut., Luc. — превратности судьбы;
    τροπαὴ ὄνων Plut. — прокисание вин

    3) обращение в бегство
    

ἰδὼν τροπέν τῶν ἑωυτοῦ γινομένην Her. — видя, что его (войска) обратились в бегство;

    τροπήν τινος ποιεῖν или ποιεῖσθαι Her., Thuc., Xen. — обращать кого-л. в бегство

    4) рит. оборот (речи), троп
    

(τροπαὴ λεξεως Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "τροπη" в других словарях:

  • τροπή — turn fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπή — η 1. μεταβολή κατεύθυνσης: Τροπή προς νότο. 2. μτφ., αλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή: Τροπή του κλάσματος σε ακέραιο. 3. ανταλλαγή: Τροπή χρημάτων. 4. μεταβολή ενός φθόγγου σε έναν άλλο: Τροπή του η σε ω. 5. καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… …   Dictionary of Greek

  • τροπῇ — τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροπέω turn pres subj mp 2nd sg τροπέω turn pres ind mp 2nd sg τροπέω turn pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπῃ — τρόπηι , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπῆι — τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπέω turn pres subj mp 2nd sg τροπῇ , τροπέω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαῖς — τροπή turn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαῖσι — τροπή turn fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαί — τροπή turn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπᾶς — τροπή turn fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπήν — τροπή turn fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»